σαπίζω
Greek Monolingual
Ν
1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος
2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία»)
3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα
4. φρ. α) «τον σάπισε στο ξύλο» — τον έδειρε ανελέητα
β) «τον σάπισε στη δουλειά» — τον κούρασε πάρα πολύ, τον εξάντλησε με την πολλή δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον τ. αορ. ἐσάπησα (< ἐσάπησαν, γ' πληθ. του παθ. αορ. του σήπομαι), κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. μαν-ίζω: ἐμάνησαν: ἐμάνησα: μαίνομαι, ραγ-ίζω: ἐρράγησαν: ἐρράγησα: ῥήγνυμι)].