σαράντα

Greek Monolingual

ΝΜ
άκλ. (απόλ. αριθμτ.)
1. ο αριθμός που δηλώνει τέσσερεις δεκάδες, τεσσαράκοντασαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά», δημ. τραγούδι)
2. (με άρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαράντα
α) το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας («μπαίνω στα σαράντα»)
β) η συμπλήρωση σαράντα ημερών από την γέννηση παιδιού και η ευχή που δίνει ο ιερέας στην λεχώνα, το σαράντισμα («τα σαράντα της λεχώνας»)
γ) το μνημόσυνο που γίνεται με την ευκαιρία της συμπλήρωσης σαράντα ημερών από τον θάνατο ενός προσώπου («αύριο θα γίνουν τα σαράντα του μακαρίτη»)
3. παροιμ. «στα σαράντα του μακαρίτη άλλος μπήκε μέσ' στο σπίτι» — λέγεται ως επιτίμηση για να δηλώσει τις χήρες εκείνες που δεν τηρούν το πένθος τους όπως πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκοντα (< τεσσαράκοντα, για την αποκοπή του τε(σ)-, βλ. λ. σαράκοντα) με αποκοπή της συλλαβής -κο (πρβλ. εβδομήντα < εβδομήκοντα, εξήντα < εξήκοντα)].