σκάρτος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, άχρηστος ή ακατάλληλος
2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία
3. αυτός που παρουσιάζει βλάβη ή ελάττωμα ή είναι κατώτερης ποιότητας
4. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που δεν έχει καλό χαρακτήρα και δεν σέβεται τους κανόνες της ηθικής («τὸν πήραν για καλό και τους βγήκε σκάρτος»)
β) ο ηθικά απόβλητος
5. το ουδ. ως ουσ. το σκάρτο
α) (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) χαρτί της τράπουλος που αφαιρείται ως περιττό για παιχνίδι ή αντικαθίσταται με άλλο
β) το άχρηστο, αυτό που δεν έχει αξία
γ) ξηροί καρποί που δίνονται ως τροφή στα βόδια.
επίρρ...
σκάρτα
με άσχημο τρόπο, άπρεπα και ανάρμοστα («μού φέρθηκε σκάρτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scarto].