σκούρος
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αμαυρός, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός, μουντός (α. «σκούρα μαλλιά» β. «τή ζωγράφισε σε σκούρο φόντο»·)
2. μτφ. δυσχερής, δύσκολος («είναι πολύ σκούρα τα πράγματα»)
3. το ουδ. ως ουσ. το σκούρο
εξωτερικό φύλλο παραθύρου
4. φρ. «τά βρίσκω σκούρα» — συναντώ μεγάλες δυσχέρειες, αντιμετωπίζω μεγάλα εμπόδια και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. oscuro (< λατ. obscurus «σκοτεινός»), με σίγηση του αρκτικού -ο- λόγω της ταύτισης του με το άρθρο ο].