σμυρνίζω
English (LSJ)
A flavour with myrrh or drug with myrrh, ἐσμυρνισμένος οἶνος Ev.Marc.15.23.
2 intr., to be like myrrh, Dsc.1.66.
German (Pape)
[Seite 912] mit Myrrhen anmachen, würzen, οἶνος ἐσμυρνισμένος, Ev. Marc. 15, 23.
French (Bailly abrégé)
1 tr. préparer avec de la myrrhe;
2 intr. être semblable à la myrrhe, sentir la myrrhe.
Étymologie: σμύρνα.
Spanish
English (Strong)
from Σμύρνα; to tincture with myrrh, i.e. embitter (as a narcotic): mingle with myrrh.
English (Thayer)
(σμύρνα, which see);
1. intransitive, to be like myrrh (Dioscorides (100 A.D.>?) 1,79).
2. to mix and so flavor with myrrh: οἶνος ἐσμυρνισμενος (perfect passive participle) wine (A. V. mingled) with myrrh (Vulg. murratum vinum), i. e. flavored or (Pliny, h. n. 14,15) made fragrant with myrrh: χολή, 2).
Greek Monolingual
και σμυρνιάζω Α σμύρνα
1. παρασκευάζω ή συσκευάζω με σμύρνα
2. ομοιάζω με σμύρνα
3. αρωματίζω με σμύρνα
4. βαλσαμώνω νεκρό.
Greek Monotonic
σμυρνίζω: μέλ. -σω (σμύρνα), αρωματίζω ή θεραπεύω χρησιμοποιώντας σμύρνα — Παθ., οἶνος ἐσμυρνισμένος, αυτός που έχει οσμή ή γεύση σμύρνας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σμυρνίζω: приправлять миррой или смирной: ἐσμυρνισμένος οἶνος NT вино, приправленное смирной.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμυρνίζω [σμύρνα] met mirre mengen:. ἐσμυρνισμένος οἶνος met mirre vermengde wijn NT Marc. 15.23.
Middle Liddell
σμυρνίζω, fut. -σω σμύρνα
to flavour or drug with myrrh: Pass., οἶνος ἐσμυρνισμένος NTest.
Chinese
原文音譯:smurn⋯zw 士祕而你索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:沒藥(化)
字義溯源:調以沒藥,沒藥調和;源自(Ζμύρνα / Σμύρνα2)=士每拿),而 (σαρδόνυξ)出自(σμύρνα1)=沒藥), (σμύρνα1)又出自(μύρον)*=沒藥)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 沒藥調和的(1) 可15:23
Léxico de magia
frec. ζμυρν- 1 impregnar con mirra un nombre escrito ἐὰν βούλῃ τινὰ ὀργιζόμενόν σοι καταπαῦσαι, γράψας εἰς βύσσον ζμύρνισον τὸ τῆς ὀργῆς ὄνομα τοῦτο si quieres que alguien deje de estar irritado contigo, tras escribir sobre lino este nombre de la ira, imprégnalo con mirra P XII 179 un dibujo ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν αἶρε τύπον τοῦ κρίκου τῷ καλάμῳ, εἶτα ζμύρνισον τὴν περιφέρειαν dibuja el borde interior y exterior del anillo, luego impregna con mirra la circunferencia P V 308 un cordón umbilical λαβὼν πρωτοτόκου κριοῦ ὀμφάλιον μὴ πεσὸν χαμαί, ζμυρνίσας toma el cordón umbilical de un carnero primogénito sin que se caiga al suelo e imprégnalo con mirra P XXXVI 313 2 escribir con mirra μίλτῳ ἐπὶ φύλ<λ>ων χαλπάσ(ου) ζμύρνισον sobre unas hojas de lino escribe con tinta de mirra mezclada con minio P XIXb 3