σμυρτιά

Greek Monolingual

και σμερτιά, η, Ν
κοινή ονομασία του φυτού Μyrtus communis του γένους μύρτος, η μυρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτιά με προθετικό -σ- (πρβλ. σκόνη: κόνις), από τη συνεκφορά του άρθρου με το όν. στον τ. της γεν. της μυρτιάς. Ο τ. σμερτιά με τροπή του / i / σε / e / πριν από το -ρ- (πρβλ. μυρσίνη: μερσίνη, σίδηρος: σίδερο)].