σουρωτήρι

Greek Monolingual

το, Ν
1. τρυπητό, μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητών ή άλλων παρασκευασμάτων
2. μτφ. (για πρόσ.) μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουρώνω + επίθημα -τήρι (πρβλ. τρυπητήρι)].

Translations

strainer

Bikol Central: sernian; Bulgarian: цедка; Catalan: colador; Chinese Dutch: filter, vergiet; Esperanto: kribrilo; Finnish: siivilä; French: filtre; Georgian: თუშფალანგი; German: Sieb, Durchschlag; Greek: σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό; Ancient Greek: διέραμα, διυλιστήρ, ἠθάνιον, ἠθμός, ἡθμός, κυρτίδιον, κυρτίς, κύρτος, πλόκανον, σάκκος, σάκος; Icelandic: sigti; Irish: síothlán; Italian: colino, colatoio; Japanese: 濾過器, ストレーナー; Latin: colum; Malayalam: അരിപ്പ; Mandarin: 濾器, 滤器, 過濾器, 过滤器, 網濾, 网滤, 笊籬; Maori: tātari; Occitan: filtre, colador, mancha; Persian: ماشوب‎; Plautdietsch: Säw; Polish: sito, cedzak; Portuguese: peneira; Romanian: strecurătoare; Russian: сито, фильтр, ситечко, дуршлаг; Scottish Gaelic: sìoltachan; Serbo-Croatian: цедило, cedilo, цједило, cjedilo; Slovak: sito, cedidlo; Spanish: colador, filtro; Swedish: sil, filter, durkslag, sikt; Tagalog: salaan; Turkish: süzgeç; Waray-Waray: saraan