σπίτι
Greek Monolingual
το / σπίτιν, ΝΜ, και σπήτι Ν, και σπῆτι Μ
οικία, κατοικία, ενδιαίτημα (α. «τα νεοκλασικά σπίτια της Αθήνας» β. «χτίζει διώροφο σπίτι» γ. «ἐσέβηκα στὸ σπίτιν της καὶ προσεκύνησά την», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. οικογένεια, γένος, τζάκι («είναι από σπίτι» — κατάγεται από ευυπόληπτη οικογένεια)
2. τα έξοδα του σπιτιού, τα τρέχοντα έξοδα («είναι άθλος σήμερα για έναν εργαζόμενο να κρατήσει σπίτι»)
3. το πορνείο
4. φρ. «ανοίγω σπίτι» ή «κάνω σπίτι» — δημιουργώ οικογένεια
5. παροιμ. «γυναίκα από σπίτι και σκύλο από μαντρί» — λέγεται ως προτροπή ή ευχή προκειμένου να κάνει κανείς σωστή επιλογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁσπίτιον / ὁσπήτιον < λατ. hospitium «ξενώνας» < hospes, -itis «ξένος, φιλοξενούμενος» (με σίγηση του αρκτικού άτονου -ο)].