στουμπώνω

Greek Monolingual

Ν στούμπος
1. γεμίζω υπερβολικά κάτι με υλικά που μπορούν να συμπιεστούν («στούμπωσα τον σάκο με ρούχα»)
2. (σχετικά με σωλήνα ή οχετό) προκαλώ απόφραξη ρίχνοντας υλικά που δεν διαρρέουν («τον στούμπωσες τον νεροχύτη»)
3. αποφράσσομαι, βουλλώνω («στούμπωσε ο νεροχύτης»)
4. δίνω σε κάποιον να φάει υπερβολικά («τον στούμπωσε με φασολάδα»)
5. (αμτβ.) παραγεμίζω το στομάχι μου με τροφή («έφαγα λαίμαργα και στούμπωσα»)
6. κόβω την αναπνοή με χτύπημα στο στήθος («η κονταρά... την αναπνιάν του στούμπωσε», Ερωτόκρ.)
7. μτφ. (αμτβ.) αποκάμνω, εξαντλούμαι («στούμπωσα από τα βάσανα»).