στρατεύομαι
English (Slater)
στρᾰτεύομαι (aor. pass. pro med.) go to war, campaign νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (P. 1.51) ]οιδ' ὅτ ἐστρα[[[τευ]] (supp. Lobel) fr. 111a. 6.
English (Strong)
middle voice from the base of στρατιά; to serve in a military campaign; figuratively, to execute the apostolate (with its arduous duties and functions), to contend with carnal inclinations: soldier, (go to) war(-fare).
Chinese
原文音譯:strateÚomai 士特拉跳哦買
詞類次數:動詞(7)
原文字根:戰爭 相當於: (צָבָא)
字義溯源:服兵役,當兵,兵丁,打,爭戰,戰鬥;源自(στρατιά)=類似營房,軍隊),而 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
同源字:1) (ἀντιστρατεύομαι)攻擊 2) (στρατεία)兵役 3) (στράτευμα)軍備 4) (στρατεύομαι)服兵役 5) (στρατηγός)將軍 6) (στρατιά)類似營房 7) (στρατιώτης)露宿 8) (στρατολογέω)募兵 9) (στρατοπεδάρχης / στρατοπέδαρχος)軍隊之統領 10) (στρατόπεδον)營地 11) (συστρατιώτης)一同當兵
出現次數:總共(7);路(1);林前(1);林後(1);提前(1);提後(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯爭戰(1) 林後10:3;
2) 你⋯可以去打(1) 提前1:18;
3) 爭戰(1) 彼前2:11;
4) 戰鬥(1) 雅4:1;
5) 當兵(1) 林前9:7;
6) 當兵的(1) 提後2:4;
7) 兵丁們(1) 路3:14