συγχύνω
English (LSJ)
confound, by reasoning, Act.Ap.9.22:—Pass., A.D. Pron.104.12.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
c. συγχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen.
Russian (Dvoretsky)
συγχύνω: NT = συγχέω 8.
Greek Monolingual
Α
επιφέρω σε κάποιον σύγχυση, προκαλώ ψυχική ταραχή ή δημιουργώ απορία («Σαῡλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χύνω, άλλος τ. ενεστ. αντί του χέω].
Greek Monotonic
συγχύνω: μόνο σε ενεστ., = συγχέω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συγχύνω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:sugcÚnw, (sugcšw) 尋格虛挪
詞類次數:動詞(5)
原文字根:共同-流
字義溯源:雜亂地摻合,紛紛亂亂,亂,納悶,駁倒,激起,煽動,混亂,聳動;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成。參讀 (ἀνασείω) (παραβιάζομαι)同義字
出現次數:總共(5);徒(5)
譯字彙編:
1) 都亂了(1) 徒21:31;
2) 就聳動(1) 徒21:27;
3) 紛紛亂亂(1) 徒19:32;
4) 駁倒(1) 徒9:22;
5) 納悶(1) 徒2:6