συναυλίζομαι
English (LSJ)
(αὐλή) Pass., have dealings with, Cat.Cod. Astr.7.110; congregate, θηρῶν ὅμιλος συνηυλίσθη Babr.106.6: also aor. Med., μᾶλλον λέουσι συναυλισαίμην ἄν Phalar.Ep.34: freq. v.l. for συναλίζομαι, as in X.Cyr.1.2.15, Act.Ap.1.4.
French (Bailly abrégé)
habiter ou vivre avec.
Étymologie: σύν, αὐλίζω.
Russian (Dvoretsky)
συναυλίζομαι: вести совместную жизнь Babr.
Greek (Liddell-Scott)
συναυλίζομαι: Παθ., αὐλίζομαι, κατοικῶ ὁμοῦ, ἔχω σχέσιν μετά τινος, συναναστρέφομαι, τινι Ἐκκλ.· ἀπολ., συνέρχομαι εἰς ταὐτόν, συναθροίζομαι, θηρῶν ὅμιλος συνηυλίσθη Βαβρ. 106. 6· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ ἀόρ., Φαλάρ. Ἐπιστ. 34· ― συχνάκις ἀπαντᾷ ὡς διάφορ. γραφ. ἀντὶ τοῦ συναυλίζομαι, ὡς π. χ. ἐν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, Πράξ. Ἀποστ. αϳ, 4.
Greek Monolingual
ΜΑ σύναυλος (II)]
έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι
αρχ.
1. συγκατοικώ
2. συναθροίζομαι («θηρῶν ὅμιλος ἡμέρως συνηυλίσθη», Βάβρ.)
3. (για στρατεύματα) στρατοπεδεύω σε γειτονικές περιοχές.
Greek Monotonic
συναυλίζομαι: Παθ., συναθροίζομαι, συναναστρέφομαι, συγκατοικώ, σε Βάβρ.
Middle Liddell
Pass. to congregate, Babr.
Chinese
原文音譯:sunal⋯zw 尋-阿利索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-鹽)
字義溯源:和好,聚集,聚集時,同喫,同住;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἁλίζω)X*=擠集)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 聚集時(1) 徒1:4