σφενδονάω
English (LSJ)
A use the sling, Th.2.81, X.An.3.3.7, 15, etc.; τοῖς λίθοις σ. ib. 17; ἐν τῷ σφενδονᾶν ἡ χεὶρ γίνεται κέντρον Arist.Mech.852b7.
2 strike by slinging, τὰς αὔρας Babr.26.5: metaph., ἔντερ' ἁλὶ καὶ σιλφίῳ σ. Axionic.8.4.
II throw as from a sling, LXX 1 Ki.25.29:—Pass., ἐκ κλιμάκων ἐσφενδονᾶτο χωρὶς ἀλλήλων μέλη E.Ph.1183, cf. Hld.10.30.
2 move like a swing, swing to and fro, ὅπλισμα.. διαφέρων ἐσφενδόνα E.Supp.715.
French (Bailly abrégé)
σφενδονῶ :
lancer avec la fronde ; p. ext. lancer comme avec la fronde, lancer vivement.
Étymologie: σφενδόνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφενδονάω en σφενδικίζω [σφενδόνη] stenen werpen met de slinger: slingeren; met dat. (met) iets:. διὰ τὸ χειροπληθέσι τοῖς λίθοις σφενδονᾶν doordat ze stenen slingeren die een hand vullen Xen. An. 3.3.17.
Russian (Dvoretsky)
σφενδονάω:
1 метать из пращи Thuc., Xen.: σ. τοῖς λίθοις Xen. метать камни с помощью пращи;
2 метать в разные стороны, разбрасывать (μέλη Eur.);
3 размахивать или потрясать (ὅπλισμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
σφενδονάω: κοινῶς σφενδονίζω, Θουκ. 2. 81, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7. 15, κλπ.· σφ. τοῖς λίθοις αὐτόθι 17· ἐν τῷ σφενδονᾶν ἡ χεὶρ γίνεται κέντρον Ἀριστ. Μηχαν. 12, 3. 2) βάλλω, κτυπῶ διὰ τῆς σφενδόνης, Θηρία Γρηγ. Ναζ.· τὰς αὔρας Βαβρ. 26. 5· - μεταφορ., ἔντερ’ ἁλὶ καὶ σιλφίῳ σφενδονῶν Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 2. ΙΙ. ῥίπτω ὡς διὰ σφενδόνης, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 29) - Παθητ., ἐκ κλιμάκων ἐσφενδονᾶτο χωρὶς ἀλλήλων μέλη Εὐρ. Φοίν. 1183, Ἡλιόδ. 10. 30. 2) κινῶ ὡς σφενδόνην, περιστρέφω ἢ κινῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅπλισμα... διαφέρων ἐσφενδόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 715.
English (Slater)
σφενδονάω
&nnbsp; 1 use a sling ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι bold in their use of the sling fr. 183.
Greek Monotonic
σφενδονάω: μέλ. -ήσω,
I. 1. σφενδονίζω, εκσφενδονίζω, χρησιμοποιώ σφεντόντα, σε Θουκ., Ξεν.
2. πλήττω, χτυπώ με σφεντόνα, σε Βάβρ.
II. 1. ρίχνω, εξακοντίζω όπως αν χρησιμοποιούσα σφεντόνα — Παθ., σε Ευρ.
2. κινώ κάτι όπως αν ήταν σφεντόνα, περιστρέφω ή κινώ πέρα δώθε, στον ίδ.
Middle Liddell
σφενδονάω, fut. -ήσω
I. to sling, to use the sling, Thuc., Xen.
2. to strike by slinging, Babr.
II. to throw as from a sling:—Pass., Eur.
2. to move like a swing, to swing to and fro, Eur. [from σφενδόνη