σφηνόω

English (LSJ)

A shape like a wedge, Gp.17.19.4:—Pass., to be cloven with a wedge, Arist.Mech.853a27; κλίνη χρυσῷ ἐσφηνωμένη inlaid, Luc. Asin.53 codd.
2 fix by means of a wedge, Hero Bel.107.14:—Pass., to be wedged in, εἰς τὸ μέσον Plb.27.11.4; to become fixed like a wedge, Sor.2.55, Gal.6.179.
3 plug up, close up, τρήματα σπόγγοις Sch. Ar.Ach.462; τοῖς μότοις Orib.Fr.134:—Med., τὸ πρόθυρον σφήνου close the vestibule, AP5.40 (Rufin.):—Pass., f.l. in Dsc.5.31; ὅταν σφηνωθῇ ἡ ὀπή Gp.9.10.4; σφηνοῦνται τὰς κεφαλάς they catch a cold in the head, Cass.Pr.25; σφηνωθεὶς ἀπέθανεν, of obstruction, Anon. ap.Suid.
II torture, rack (v. σφήν), Plu.2.498d.

French (Bailly abrégé)

σφηνῶ :
torturer avec un coin.
Étymologie: σφήν.

Greek (Liddell-Scott)

σφηνόω: ποιῶ τι σφηνοειδές, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμα σφηνός, «κρόμμυα καὶ ἅλας ἑνώσαντες καὶ σφηνώσαντες εἰς τὴν ἕδραν ἐσωτάτω προσωθοῦσι» Γεωπ. 17. 19, 4. ― Παθητ., σφηνοῦμαι, τὸ σφηνούμενον, τὸ πρᾶγμα εἰς ὃ τίθεται σφὴν ὅπως σχισθῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 17. 2· κλίνη χρυσῷ ἐσφηνωμένη, πεποικιλμένη δι’ ἐντεθειμένων χρυσῶν ἥλων, Λουκ. Ὄν. 53. 2) Παθ., ἐμβάλλομαι ὥσπερ σφήν, εἰς τὸ μέσον Πολύβ. 27. 9, 4, πρβλ. Ἄρατ. 526. 3) σφηνώνω, βουλλώνω καλά, ὅταν δὲ σφηνωθῇ... ἡ ὀπὴ Γεωπον. 9. 10, 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 463. ― Μέσ., σφήνου τὸ πρόθυρον, κλεῖσον καλῶς. Ἀνθ. Π. 5. 41. ― Παθ., Διοσκ. 5. 40· σφηνωθεὶς ἀπέθανεν, ἐκ σφηνώσεως, ἀποφράξεως τοῦ πνεύματος, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ― Πρβλ. σφηκόω. ΙΙ. βασανίζω, εἰς βάσανον ὑποβάλλω ἴδε σφὴν ΙΙ)· «σφηκούμενος, στρεβλούμενος, βασανιζόμενος» Σουΐδ. ἐν λέξ. σφηνωθείς, Πλούτ. 2. 498D.

German (Pape)

mit Keilen verbinden, verkeilen, zusammenkeilen; Pol. εἰς τούτων τὸ μέσον ἐσφήνωτο πτερύγια τρία ξύλινα, 22.9.4; auch κλίνη χρυσῷ ἐσφηνωμένη, Luc. Asin. 53; versperren, πρόθυρον, Rutin. 27 (V.41); martern, Plut. an vit. suff. 2.

Russian (Dvoretsky)

σφηνόω:
1 забивать или укреплять клиньями, заклинивать (πτερύγια ξύλινα Polyb.): χρυσῷ ἐσφηνωμένος Luc. украшенный золотыми клиньями, т. е. гвоздями; τὸ πρόθυρον σφηνοῦσθαι Anth. запирать переднюю;
2 мучить, пытать (σφηνοῦσθαι ὑπό τινος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφηνόω [σφήν] inleggen met, pass. met dat.