σύνοψη

Greek Monolingual

η / σύνοψις, -όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν
1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση
2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή
νεοελλ.
φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων»
εκκλ. η ενιαία έκθεση της ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία χρονολογική έκθεση του βίου του Ιησού Χριστού ή να ερμηνευθεί το πρόβλημα της μεταξύ τών τριών πρώτων βιβλίων ασυμφωνίας
β) «Ιερά Σύνοψις» ή, απλώς, «Σύνοψις»
εκκλ. μικρό προσευχητάριο το οποίο περιλαμβάνει τμήματα από τα επίσημα εκκλησιαστικά βιβλία και χρησιμοποιείται από τους πιστούς για την κατ' ιδίαν προσευχή ή για την προσευχή στον ναό
γ) «Χρονική Σύνοψις» ή «Σύνοψις Σάθα» — χρονογραφία από την κοσμογονία μέχρι την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, την οποία εξέδωσε ο Κ. Ν. Σάθας το 1894
δ) «Σύνοψις ιστοριών» — χρονικογραφικό έργο του Βυζαντινού χρονικογράφου Γεωργίου Κεδρηνού, που παραθέτει τα γεγονότα από κτίσεως κόσμου μέχρι την άνοδο στον θρόνο του Βυζαντίου του αυτοκράτορα Ισαακίου Α' Κομνηνού τον 11ο αιώνα
αρχ.
1. πίνακας περιεχομένων, περίληψη
2. εκτίμηση
3. καταλογισμός πρόσθετης δαπάνης
4. συνεκδ. η ίδια η δαπάνηἄνευ δημοσίας συνόψεως», πάπ.)
5. φρ. «κατὰ σύνοψιν ἀπαίτησις» — είσπραξη φόρου που γίνεται σύμφωνα με τη βεβαίωση πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνοψ- του μέλλ. συνόψομαι του ρ. συνορῶ [Ι] (βλ. και λ. ὄπωπα)].