τραγανός
English (LSJ)
ὁ,
A = τράγος III, Hsch. s.v. χόνδρος.
II = τράγος v. 2 (v.l. for τάργανον), Dsc.4.51.
τρᾰγᾰνός, ή, όν, (τραγεῖν)
A eatable, Hdn.Gr.2.912, EM731.15.
II gristly, cartilaginous, Ath.8.347e.
2 Subst. τράγανον, τό, gristle, cartilage, especially of the ear (cf. τράγος VI), Antyll. ap. Orib.7.7.2, Gal. 16.135; or of the nose, Hippiatr.26,130.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 comestible;
2 cartilagineux ; croquant.
Étymologie: τραγεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγᾰνός: ὁ, = τράγος ΙΙΙ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. χόνδρος, ἔνθα ἴδε Schmidt. ΙΙ. = τράγος V, Διοσκ. 4, 51.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / τραγανός, -ή, -όν, ΝΑ
όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος
νεοελλ.
1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό
χόνδρος της μύτης ή του αφτιού
αρχ.
εδώδιμος, φαγώσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ- του ρ. τρώγω (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν) + επίθημα -ανός (πρβλ. ἐδανός].
(II)
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ο τραχανάς
αρχ.
1. μίγμα από χοντροαλεσμένο σιτάρι, τράγος
2. το φυτό ίππουρις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + επίθημα -ανο-ς (πρβλ. κόπ-ανο-ν). Η λ., με τη σημ. «μίγμα από χοντραλεσμένο σιτάρι, τράγος», έχει πιθ. προέλθει από το ρ. τρώγω (βλ. λ. τραγανός [Ι])].