τραύμα
Greek Monolingual
το / τραῡμα, ΝΜΑ, και δωρ. και ιων. τ. τρῶμα Α
σωματική βλάβη οφειλόμενη σε άσκηση βίας, που επιφέρει λύση της ανατομικής ή λειτουργικής συνέχειας ενός ζωντανού ιστού, πληγή, λαβωματιά
νεοελλ.
φρ. α) «ανοιχτά τραύματα» — λύσεις της συνέχειας του δέρματος ή ενός βλεννογόνου που επιτρέπουν να εισδύσουν στον οργανισμό μικρόβια και ξένα σώματα προκαλώντας σοβαρές τοπικές ή γενικές λοιμώξεις
β) «κλειστά τραύματα» — τραύματα στα οποία η ύπαρξη προστατευτικού άθικτου καλύμματος επιτρέπει την ομαλή εξέλιξη της εξεργασίας αποκατάστασης χωρίς την παρεμβολή εξωγενών παραγόντων
γ) «πολεμικό τραύμα»
στρ. τραύμα που οφείλεται σε πολεμικά γεγονότα
δ) «ψυχικό τραύμα» — γεγονός ή συμβάν που προκαλεί διαταραχή της ψυχικής δομής του ατόμου και συχνά διάφορες παθολογικές καταστάσεις μικρής ή και μεγάλης διάρκειας
μσν.-αρχ.
(για πράγμ., όπως λ.χ. για πλοία) βλάβη, ζημία
αρχ.
1. τραυματισμός, λάβωμα («φόνου δίκαι καὶ τραύματος», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με πόλεμο) βαριά ήττα, κατατρόπωση
3. μτφ. εκκλ. ψυχικά πλήγματα που προκαλούνται από την παράβαση τών κανόνων της ηθικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. της λ. πρέπει να θεωρηθεί ο τ. τρῶμα, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. τρω- του ρ. τι-τρώ-σκω «πληγώνω» (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας τερη- του ρ. τείρω) με κατάλ. -μα, ενώ ο αττ. τ. τραῦμα είναι πιθ. αναλογικός προς τον τ. θραῦμα (< θραύω)].