υδροστάθμη

Greek Monolingual

η, Ν
1. η στάθμη του περιεχόμενου νερού σε δοχείο, λέβητα, δεξαμενή κ.ά.
2. φυσ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων υγρού που βρίσκεται σε ισορροπία και στα οποία ασκείται η ίδια πίεση
3. μικρός εξωτερικός γυάλινος σωλήνας που δείχνει τη στάθμη του νερού μέσα σε έναν λέβητα
4. υδροστάτης, κν. νεροζύγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + στάθμη (πρβλ. χωροστάθμη). Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].