υποβλέπω
Greek Monolingual
ὑποβλέπω ΝΜΑ
λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον με υποψία ή με δυσπιστία και φθόνο (α. «συνεχώς μέ υποβλέπει» β. «οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
εποφθαλμιώ κάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι (α. «υποβλέπει την περιουσία σου» β. «υποβλέπει την θέση μου»)
μσν.-αρχ.
κοιτάζω με φόβο και σεβασμό («ὑποβλέπειν τὴν θείαν ὀργήν», Κύριλ.)
αρχ.
1. βλέπω με μισόκλειστα μάτια
2. κοιτάζω απειλητικά κάποιον (α. «ταυρηδὸν ὑποβλέψας πρὸς τὸν ἄνθρωπον», Πλάτ.
β. «ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκ.)
3. κοιτάζω με οίκτο ή με συμπάθεια κάποιον
4. κρυφοκοιτάζω, ρίχνω ερωτικές ματιές.