υπόταση

Greek Monolingual

η / ὑπότασις, -άσεως, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ. πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, λόγω είτε της μείωσης του όγκου του αίματος είτε της αύξησης της χωρητικότητας τών αιμοφόρων αγγείων, φαινόμενο που, μολονότι αυτό καθ' εαυτό δεν αποτελεί ένδειξη κακής υγείας, συνοδεύει συχνά διάφορες παθολογικές καταστάσεις
2. φρ. α) «ελεγχόμενη υπόταση»
ιατρ. προκλητή υπόταση κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων για να μειωθεί η αιμορραγία στο χειρουργικό πεδίο
β) «ενδοκρανιακή υπόταση»
ιατρ. ελάττωση της πίεσης που ασκεί το εγκεφαλονωτιαίο υγρό στις κοιλίες του εγκεφάλου
γ) «ορθοστατική υπόταση»
ιατρ. υπόταση που εμφανίζεται συνήθως κατά την ανόρθωση, ύστερα από κατάκλιση, και προέρχεται από ανεπάρκεια του φυτικού νευρικού συστήματος
αρχ.
1. το να είναι κάτι τεταμένο, τεντωμένο κάτω από κάτι άλλοὑπότασις ξύλου» — τοποθέτηση νάρθηκα κάτω από σημείο που έχει υποστεί κάταγμα, Ιπποκρ.)
2. φρ. «πεδίων ὑποτάσεις» — οι πεδιάδες που απλώνονται εκεί κάτω (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτείνω. Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypotension].