φήμις

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φᾱμις, -ιος, ἡ, Α
1. λόγος, ομιλία («ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. η γνώμη ή κρίση του λαού σχετικά με πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση, η οποία εκφέρεται σε δημόσια συνέλευση («χαλεπὴ δ' ἔχε δήμου φῆμις», Ομ. Οδ.)
3. φήμη
4. καλή φήμη, υπόληψη
5. φρ. α) «δήμοιο φῆμις»
i) η γνώμη ή η απόφαση του λαού
ii) η συνέλευση του λαού ή η ψηφοφορία για ένα θέμα (Ομ. Οδ.)
β) «φῆμις ἀοιδῶν» — οι επαινετικοί λόγοι τών αοιδών (Ευφορ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μ-ις. Ο τ. φήμις αποτελεί παρλλ. τ. της λ. φήμη με κατάλ. -ις (πρβλ. ἄκρ-ις: ἄκρος, λάτρ-ις: λάτρον)].