φελλεύς
English (LSJ)
φελλέως, ὁ,
A stony ground, Cratin.271 (pl.), Is.8.42 (acc. sg., χωρία ἄττα delendum), IG22.1582.53; φέλλερα is corrupt in AB 315 and φελλός in Hsch.
II Φελλεύς = Phelleus, name of a rocky district of Attica, Ar.Ach.273, Nu.71, Pl.Criti.111c:—Φελλείτης, ου, ὁ, a man of Phelleus, St.Byz.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, steiniges Land, steiniges Erdreich; Schol. zu Plat. Critia. 560 d sagt φελλεύς, τόπος σκληρὸς ποσῶς καὶ πετρώδης, συνεργὴς δέ (Ruhnk. ändert δυσεργής); oft bei Sp., wie Alciphr. 3, 21. 70.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
terrain pierreux et escarpé où l'on mène paître les chèvres.
Étymologie: φελλός.
Russian (Dvoretsky)
φελλεύς: έως ὁ каменистая местность Isae.
Greek (Liddell-Scott)
φελλεύς: έως, ὁ, πετρῶδες ἔδαφος, Ἡσύχ. (ἔνθα παρεφθάρη εἰς τὸ φελλός)· θηλ. γῆ φελλὶς ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Αϳ, 227, πρβλ. Böckh C. I. 93, σ. 132, πρβλ. 345· ― ἀρσ. φελλεών, ῶνος, ἐν Ἀρριαν. Κυνηγ. 17· καὶ οὐδ. πληθ. φελλία ἐν Ξεν. Κυν. 5. 18· καὶ ἴσως οὕτω διορθωτέον ἐν Ἰσαίῳ 73. 39, κατέχει τὸν ἀγρόν, φελλέα δὲ ἄττα ἐκείνῳ δέδωκε· ἀλλ’ ὁ Ἁρπ., Φώτ. καὶ Σουΐδ. συμφώνως γράφουσι φελλέα, ὅπερ ὡσαύτως ὑπολανθάνει ἐν τῷ τύπῳ φέλλερα τῷ ἐν τοῖς Α. Β. 315· ἴδε Schömann εἰς Ἰσαῖον 401. ΙΙ. Φελλεύς, ὄνομα πετρώδους μέρους τῆς Ἀττικῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 273, Νεφ. 71, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 111Β· ― Φελλείτης, ου, κάτοικος τοῦ Φελλέως, Στέφαν. Βυζ. (Ἡ ρίζα φαίνεται ἐν τῇ Μακεδονικ. λέξει πέλλα καὶ τῷ ἐπιθέτῳ ἀφελής· πρβλ. καὶ φελλάτας.)
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
1. πετρώδες έδαφος
2. ως κύριο όν. Φελλεύς
ονομασία πετρώδους περιοχής της Αττικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου της αττικής διαλέκτου, αβέβαιης ετυμολ.. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. φελλ-εύς έχει προέλθει από τον τ. φελλός, ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τη γνωστή σπογγώδη και ελαφριά φυτική ύλη όσο και το είδος του δένδρου από τον φλοιό του οποίου προέρχεται η ύλη αυτή. Με βάση τις δύο αυτές σημ. της λ. φελλός, ο τ. φελλεύς χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει είτε το ασβεστώδες έδαφος λόγω της τραχιάς επιφάνειας και της πορώδους σύστασης καθώς και του χρώματος τών πετρωμάτων αυτών που θυμίζουν φελλό είτε το κρυσταλλικό έδαφος όπου ευδοκιμεί αυτό το είδος του δένδρου. Η άποψη ότι η λ. φελλεύς έχει προέλθει μέσω ενός τ. φελλα (< πελhα / πελσα) από την ΙΕ ρίζα pels- «βράχος» (βλ. λ. πέλλα [II]) προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της παρουσίας του αρκτικού φ- στον τ. αλλά και της απόδοσης της ΙΕ αυτής ρίζας στην Ελληνική με τον τ. πέλλα «λίθος»].
Greek Monotonic
φελλεύς: -έως, ὁ, πετρώδες έδαφος, ως κύριο όν., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
φελλεύς: {phelleús}
Grammar: m.
Meaning: unebener, steiniger Boden, auch als N. einer Berggegend in Attika (Kratin., Ar., Pl. u.a.)
Derivative: mit Φελλείτης m. ‘Bewohner des Φ.’ (St. Byz.); zur Bildung vgl. δονακεύς, Πειραιεύς u.a. — Auch φελλία n. pl. (X. Kyn. 5, 18), φελλίς (γῆ, Poll. 1, 227), φελλεών, -ῶνος m. (Arr.Kyn.17) ib.; Φελλεΐς f. Gegend in Attika (IVa). Einzelheiten bei Boßhardt 140 f.
Etymology: Ob zu φελλός mit Beziehung auf die unebene, poröse Konsistenz des Korkes? Das Wort wurde oft mit Hilfe verschiedener Hypothesen zu πέλλα· λίθος H. gestellt: Pisani Ist. Lomb. 73, 493ff., v. Windekens Le Pélasgique 6ff., 140, Ét. Pélasg. 53 (mit Georgiev). Vgl. ἀφελής.
Page 2,1000