φράγνυμι
English (LSJ)
= φράσσω, κελεύθους φράγνῠτε AP7.391 (Bass.Loll.); ὁδοὺς φραγνύντες J.AJ18.9.1:—Med., Ar.Fr.367, Plu.Phoc.11, Caes. 24, Sert.21.
German (Pape)
[Seite 1302] seltnere Nebenform von φράσσω, bes. bei Dichtern; φράγνυτε κελεύθους Bass. 10 (VII, 391); auch in späterer Prosa, wie Plut. Caes. 24.
French (Bailly abrégé)
c. φράσσω.
Russian (Dvoretsky)
φράγνῡμι: тж. med.
1 огораживать, укреплять (τὸ στρατόπεδον Plut.);
2 переграждать, заграждать (τὰ Πυρηναῖα ὄρη Plut.; Ἀΐδαο κελεύθους Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φράγνῠμι: φράσσω, κελεύθους φράγνῠτε Ἀνθ. Παλ. 7. 391, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 24, Σερτώρ. 21, κλπ. ― Μέσ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 336, Πλουτ. Φωκ. 11. πρβλ, ἀποφράγνυμι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
φράγνῡμι: = φράσσω, σε Ανθ., Πλούτ.
Mantoulidis Etymological
φράσσω, καί ἀττ. φράττω Ἀπό ρίζα φρακ- ἤ φραγ-. Θέμα φραγ+j+ω → φράττ(σσ)ω καί φράγ+ +νυ+μι → φράγνυμι. Ἀρχικά ἦταν φαρκ- ἤ φαργκαί μέ μετάθεση φθόγγων ἔγινε φραγ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φράγμα, διάφραγμα, ἔμφραγμα, περίφραγμα, φραγμός, φραγμῶ (=περιφράζω), φράκτης, τρυποφράκτης, φρακτικός, ἐκφρακτικός (=αὐτός πού μπορεῖ νά διώχνη τά ἐμπόδια), φρακτός (=φραγμένος, σκεπασμένος) καί φαρκτός, ἄφρακτος, δρύφρακτος καί δρύφακτος ἤ δρύφακτον (=περίφραγμα τῶν δικαστηρίων), κατάφρακτος καί κατάφαρκτος, ναύφρακτος καί ναύφαρκτος (=ὁ φραγμένος ἀπό πλοῖα), ἀπόφραξις, ἔκφραξις (=ξεβούλωμα), ἔμφραξις, περίφραξις.