χαρακιά

Greek Monolingual

η, Ν
1. ίχνος χάραξης, χαράκι, χαραγματιά («η πόρτα είναι γεμάτη χαρακιές»)
2. ευθεία γραμμή που γίνεται με τον χάρακα
3. χτύπημα με χάρακα («ο δάσκαλος μού έδωσε τρεις χαρακιές στο χέρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρακας + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].