η, Ν1. ίχνος χάραξης, χαράκι, χαραγματιά («η πόρτα είναι γεμάτη χαρακιές»)2. ευθεία γραμμή που γίνεται με τον χάρακα3. χτύπημα με χάρακα («ο δάσκαλος μού έδωσε τρεις χαρακιές στο χέρι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρακας + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].