χαρμονή
English (LSJ)
ἡ,
A = χάρμα I, joy, delight, especially in plural, τέρφιν παλαιᾶν χαρμονᾶν E.Ph.317 (lyr.), cf. Ion1379, HF384 (lyr.), 742 (lyr.).
II = χάρμα ΙΙ, joy, delight, S.Aj.559; also found in Prose, [βίον] ἄλυπόν τε καὶ ἄνευ χαρμονῶν Pl.Phlb.43c; ὑπὸ τῆς χαρμονῆς X.Cyr.1.4.22, cf. LXX Jb.3.7, al., Plu.2.1098c, Jul.Or.2.56a.
German (Pape)
[Seite 1339] ἡ, = χαρμοσύνη, Freude, Lust, Wonne; Soph. Ai. 556; πῶς τέρψιν παλαιᾶς λάβω χαρμονᾶς Eur. Phoen. 321; u. plur., χαρμοναὶ δακρύων ἔδοσαν ἐκβολάς Herc. fur. 742, vgl. 384 Ion 1379; in Prosa einzeln, ὃν βίον ἄλυπόν τε καὶ ἄνευ χαρμονῶν ἔφαμεν εἶναι Plat. Phil. 43 c, Xen. Cyr. 1, 4, 22.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
χαρμονή: ἡ χαίρω тж. pl. радость, блаженство Soph., Eur., Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χαρμονή: ἡ, = χάρμα Ι, τέρψιν παλαιᾶν χαρμονᾶν Εὐριπ. Φοίν. 316· πληθ., χαραί, τέρψεις, Εὐρ. Ἴων 1379, Ἡρ. Μαιν. 384, 742. ΙΙ. = χάρμα ΙΙ, Σοφ. Αἴ. 559. - Ποιητ. λέξ. σπανίως ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις, βίον ... ἄλυπόν τε καὶ ἄνευ χαρμονῶν Πλάτ. Φίληβ. 43C· ὑπὸ τῆς χαρμονῆς Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 22, πρβλ. Πλούτ. 2. 1098 C.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
χαρμοσύνη
αρχ.
καθετί που προκαλεί χαρά, το χάρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ- του χαίρω + κατάλ. -μονή (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' αναλογία προς το ἡδονή.
Greek Monotonic
χαρμονή: ἡ,
I. = χάρμα I, χαρά, σε Ευρ.· σε πληθ., χαρές, τέρψες, σε Ευρ.·
II. = χάρμα II, χαρά, ευφροσύνη, σε Σοφ., Ξεν.
Middle Liddell
χαρμονή, ἡ, = χάρμα 1]
I. a joy, Eur.; pl. joys, delights, Eur.
II. = χάρμα II, joy, delight, Soph., Xen.