χειρόμακτρο
Greek Monolingual
το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α
(λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών
αρχ.
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω «τρίβω»). Δυσερμήνευτο, ωστόσο, παραμένει το -ω- της σπανιότερης γρφ. χειρώμακτρον. Κατά μία άποψη, οφείλεται στην επίδραση τών τ. χείρωμα, χειρῶναξ, ενώ, κατ' άλλους, ο τ. έχει σχηματιστεί με ανομοίωση από ένα αμάρτυρο χειρώμαρκτρον, με β' συνθετικό που ανάγεται στο ρ. ὀμόργνυμι «σφουγγίζω, σκουπίζω» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὄμαρξον
ἀπόμαξον), όπου το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω σύνθεσης].