χοίνιξ
Greek Monolingual
η / χοῖνιξ, -ικος, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῖς χοίνικες κριθῆς δηναρίου», ΚΔ)
αρχ.
1. το καθημερινό σιτηρέσιο στρατιώτη («ἡ γὰρ χοῑνιξ ἡμερήσιος τροφή», Διογ. Λαέρ.)
2. η καθημερινή τροφή τών δούλων («πλέον δυοῖν σοι χοινίκων ὁ δεσπότης παρέχει», Μέν.)
3. (γενικά) τα αναγκαία για την καθημερινή συντήρηση, ο άρτος ο επιούσιος («ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται», Ομ. Οδ.)
4. είδος ξύλινης ή μεταλλικής ποδοκάκκης, στην οποία έβαζαν τα πόδια για βασανισμό («αἱ κνῆμαι δὲ σου βρῶσιν ἰοὺ ἰού, τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῦσαι», Αριστοτ.)
5. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας
6. παροιμ. «ἐπὶ χοίνικος [ή ἐπὶ χοίνικα] καθῆσθαι [ή καθέζεσθαι]» — λεγόταν για κάποιον που ζούσε αμέριμνα, χωρίς να νοιάζεται για τις ανάγκες του αύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης προέλευσης. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. ανάγεται στη ρίζα gheu- του ρ. χέω και έχει σχηματιστεί μέσω ενός τ. χου-ν-ικ- < χου-νᾶ- (από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας με επίθημα -νᾱ) με σημ. «κατάθεση, καταβολή, χύσιμο» με αφομοιωτική τροπή του -ου- σε -οι- μπροστά από το -ι-. Η λ. χοῖνιξ θα πρέπει να δήλωνε αρχικά ένα είδος δοχείου, αγγείου, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το μέτρο χωρητικότητας, καθώς και άλλα αντικείμενα λόγω του μεγέθους και του σχήματός τους].