χρονισμός

English (LSJ)

ὁ,
A tarrying in a place, Plb. 1.56.3.
II delaying, coming late, D.H.6.52.
III a becoming chronic, Sor.2.84, Orib.Fr.55.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, das lange Bleiben, Verweilen; Pol. 1, 56, 3; D. Hal. 6, 52; – das Zögern, Spätkommen.

Russian (Dvoretsky)

χρονισμός:длительное пребывание, долгая стоянка (στρατοπέδων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

χρονισμός: ὁ, τὸ χρονίζειν, μένειν ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 1. 56, 3. ΙΙ. ἀργοπορία, βραδύτης, Διονύσ. Ἀλ. 6. 52.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χρονίζω
μεγάλη και συνήθως αδικαιολόγητη αργοπορία, χασομέρι, χρονοτριβή
μσν.
εκκλ. χρονική περίοδος πριν από την έλευση του Ιησού Χριστού
αρχ.
1. παραμονή σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα
2. (για νόσημα) η μετατροπή σε χρόνιο.