χώρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a going, proceeding, ἡ ὁμόσε χ., = τὸ ὁμόσε χωρεῖν (v. χωρέω II.1), Hld.6.5.
II Math., progression, ἡ ἐπ' ἄπειρον χ. Theol.Ar.34 (v.l. προχώρησις).
III = capacitas, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1387] ἡ, das Fassen, Aufnehmen einer Sache in einen Raum, Sp.; – ἡ ὁμόσε χ., das Entgegengehen, Mel. 6, 5.

Greek (Liddell-Scott)

χώρησις: -εως, ἡ, τὸ χωρεῖν, προχώρησις, ἡ ὁμόσε χ. = τὸ ὁμόσε χωρεῖν (ἴδε χωρέω ΙΙ. 1), Ἡλιόδ. 6. 5.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ χωρῶ
1. η ενέργεια του χωρῶ, η πορεία προς τα εμπρός, προχώρηση
2. εκτεταμένος χώρος, ευρυχωρία
αρχ.
μαθημ. πρόοδος.