ψυχρολογία

English (LSJ)

ἡ, nonsense, Luc.DMort.16.5, Arr.Epict.4.3.2, Gal.8.589.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, scostige Rede, frostiger, übertriebeuer Ausdruck, Prahlerei, Lüge, Luc. D. mort. 16, 5 somn. 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langage froid.
Étymologie: ψυχρολογέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχρολογία -ας, ἡ [ψυχρός, λέγω] onzin.

Russian (Dvoretsky)

ψυχρολογία:пустословие Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρολογία: ἡ, ψυχρὰ ὁμιλία, ψυχρὰ ἔκφρασις, μεγάλαυχος, ὑπερβολική, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 16. 5, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ ψυχρολόγος
ψυχρός λόγος, κρυάδα.

Greek Monotonic

ψυχρολογία: ἡ, ψυχρή φρασεολογία, μεγαλαυχία, σε Λουκ.

Middle Liddell

ψυχρολογία, ἡ,
frigid phraseology, Luc. [from ψυχρολόγος