κρυάδα

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

κρυάδα)
1. το αίσθημα του κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα
2. κρυολόγημα
στον πληθ. οι κρυάδες
ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο
νεοελλ.
1. ανατριχίλα, φρικίαση
2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία
3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε»)
4. φρ. «παίρνω την κρυάδα» — εγκλιματίζομαι κάπως απότομα σε μια νέα κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + κατάλ. -άδα (πρβλ. φρεσκάδα, χλομάδα)].