ψώχω

English (LSJ)

(ψώω) rub small, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσί Ev.Luc.6.1, cf. Dsc.5.159 (Pass.):—Med., Nic.Th.629, cf. κατα-σώχω.

German (Pape)

[Seite 1406] zerreiben, zermalmen, klein machen, Nic. Ther. 629. – Vgl. σώχω.

French (Bailly abrégé)

broyer, émietter;
NT: frotter ; froisser.
Étymologie: DELG ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψώχω [~ ψάω] fijnwrijven.

Russian (Dvoretsky)

ψώχω: растирать, крошить (τὰς στάχυας ταῖς χερσί NT).

English (Strong)

prolongation from the same base as ψάλλω; to triturate, i.e. (by analogy) to rub out (kernels from husks with the fingers or hand): rub.

English (Thayer)

(from the obsolete ψοώο for ψάω); to rub, rub to pieces: τάς στάχυας ταῖς χερσίν, Nicander.))

Greek Monolingual

και σώχω Α
κατατρίβω, κονιορτοποιώ («καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῖς χερσί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με ενεστ. επίθημα -χω, δηλωτικό του τέλους της πράξης (πρβλ. τρύχω, ψύχω)].

Greek Monotonic

ψώχω: (ψάω), τρίβω, ψώχω τὰς στάχυας, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

ψώχω: (ψώω), τρίβω, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσὶ Ἐυαγ. κ. Λουκ. Ϛ΄. 1· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Νικ. Θηρ. 619· - ὑπάρχει μαλακώτερος Ἰωνικ. τύπος κατα-σώχω, παρ’ Ἡροδ. 4. 75.

Middle Liddell

ψώχω, [ψάω]
to rub out, ψ. τὰς στάχυας NTest.

Chinese

原文音譯:yècw 普所何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:撥弦(搓碎) 同有
字義溯源:搓磨,磨擦,搓著;源自(ψάλλω)*=彈琴,歌唱)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 搓著(1) 路6:1