ψώω
From LSJ
English (LSJ)
rub, grind, etc., only found in Gramm., as etym. of ψώχω, ψωχός, ψωμός, ψώρα, etc.
German (Pape)
[Seite 1406] seltene, nur bei Gramm. vorkommende Nebenform von ψάω (reiben, zerreiben, zermalmen u. s. w.), wovon sie ψώχω, ψῶχος, ψωρός ableiten.
Greek (Liddell-Scott)
ψώω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ψάω, τρίβω, λεαίνω, ἀλήθω, κτλ., ἀλλὰ μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ. ὡς ῥίζα τῶν λέξ. ψώχω, ψῶχος, ψωμός, ψώρα, κλπ.
Greek Monolingual
Mantoulidis Etymological
Ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ψάω (=τρίβω). Ἀπό τό ψώω τά: ψώχω, ψῶχος (=ἀμμουδιά), ψωμός, ψώρα. • 247 Ω {{ |=Ὠμέγα }}