наблюдать
Russian > Greek
τεκμαίρομαι, προσκέπτομαι, ἐφορεύω, ἐγκαθοράω, σκοπιάζω, καιροτηρέω, διοπτεύω, καθοράω, κατοράω, ἐφοράω, ἐποράω, παρατηρέω, ἐποπτεύω, ὄρομαι, καταφυλάσσω, καταφυλάττω, σκοπιωρέομαι, κατοπτεύω, ἐπωπάω, σκοπέω, φρουρέω, παραφυλάσσω, παραφυλάττω, καιροφυλακέω, νωμάω, καταθεάομαι, ἐφεδρεύω, ἐπιβλέπω, θεωρέω, εἰσοράω, ἐσοράω, ναυλοχέω, ἐφορμέω, διατηρέω, τηρέω