ναυλοχέω
English (LSJ)
A lie in a harbour or creek, esp. lie in wait in order to sally out on passing ships, abs. in Hdt.7.189, 192, 8.6, E.IA249 (lyr.):—Med., ναυλοχεῖσθαί τινι D.H.1.44 (s. v.l.).
2 c.acc., lie in wait for, Th.7.4.
German (Pape)
[Seite 231] im Hafen, vor Anker liegen; Eur. I. A. 249; Her. 7, 189. 192. 8, 6; auch med., D. Hal. 1, 44; – mit Schiffen im Hinterhalte liegen und dem Feinde auflauern, τινά, Thuc. 7, 4 u. Sp., bei denen es auch »in den Hafen aufnehmen« bedeutet.
French (Bailly abrégé)
ναυλοχῶ :
1 intr. être à l'ancre dans un port ou dans une station pour surveiller ou surprendre des bâtiments ennemis;
2 tr. surveiller ou surprendre des bâtiments ennemis.
Étymologie: ναύλογος.
Russian (Dvoretsky)
ναυλοχέω:
1 стоять на якоре, находиться на стоянке (περὶ τὸ Ἀρτεμίσιον Her.; πρὸς τὴν νῆσον Plut.);
2 мор. наблюдать или выслеживать из засады (τινα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυλοχέω: διαμένω ἐν λιμένι ἢ ἐν μυχῷ τινι ἐπ’ ἀγκύρᾳ κυρίως ἐνεδρεύω ἐκεῖ ὅπως ἐξορμήσω κατὰ πλοίων ἔξωθεν διερχομένων, ἀπολ. ἐν Ἡροδ. 7. 189, 192., 8. 6, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 249. ― Μέσ., ναυλοχεῖσθαί τινι Διον. Ἁλ. 1. 44. 2) μετ’ αἰτ., ἐνεδρεύω, παραφυλάττω τινά, ὡς τὸ λοχᾶν, Θουκ. 7. 4.
Greek Monotonic
ναυλοχέω: μέλ. -ήσω,
1. παραμένω σε λιμάνι ή θαλάσσιο κόλπο, κυρίως παραμονεύω εκεί για να εφορμήσω στα διερχόμενα πλοία, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. με αιτ., παραμονεύω, ενεδρεύω, παραφυλάω κάποιον, σε Θουκ.
Middle Liddell
ναυλοχέω,
1. to lie in a harbour or creek, esp. to lie in wait there in order to sally out on passing ships, Hdt., Eur.
2. c. acc. to lie in wait for, Thuc. [from ναύλοχος
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἐνεδρεύω μέσα σέ λιμάνι). Παρασύνθετο ἀπό τό ναύλοχος = ναῦς + λόχος (=ἐνέδρα) τοῦ λέγω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα λέγω καί στή λέξη ναῦς.
Lexicon Thucydideum
in statione navium observare, to keep watch at an anchorage, 7.4.7.