ἀγχίστροφος
English (LSJ)
ἀγχίστροφον,
A turning closely, quick-swooping, ἰκτῖνος Thgn. 1261.
2 quick-changing, changeable, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι = change one's council suddenly Hdt.7.13; ἀγχίστροφος μεταβολή = sudden change, Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23:—Rhet., τὸ ἀγχίστροφον = rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀγχίστροφος περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv. ἀγχιστρόφως = with sudden change Longin.22.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que da la vuelta rápidamente ἰκτῖνος Thgn.1261.
2 cambiante, que cambia rápidamente μεταβολή un cambio súbito Th.2.53, Ael.VH 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.Goth.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.Hom. in Eccl.288.10.
II subst. τὸ ἀγχίστροφον
1 ret. facilidad para la transición de Homero, Longin.27.3.
2 fig. giro, cambio, vuelco de una situación τῆς μάχης Sch.Er.Il.11.318.
III adv.
1 neutr. plu. ἀγχίστροφα = en sentido contrario, ἀγχίστροφα βουλεύομαι Hdt.7.13.
2 ἀγχιστρόφως ret. de manera cambiante ἀγχιστρόφως ἀντισπώμενοι Longin.22.1.
German (Pape)
dem Umkehren, Verändern nahe, ἀγχ. μεταβολαί, plötzliche Veränderungen, Thuc. 2.53; ἀγχίστροφα βουλεύομαι, ich ändere schnell meinen Entschluß, Her. 7.13; ἡ τύχη, veränderlich, wankelmütig, Dion.Hal. 6.19; Sp.
• Adv. Longin. 22.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίστροφος: круто поворачивающий, крутой, внезапный (μεταβολή Thuc.): ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. внезапно менять свои решения.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχίστροφος: -ον, ὁ στρεφόμενος πλησίον, ταχέως, ταχεῖα στροφὴ τροχοῦ, ἰκτῖνος, Θέογν. 1261. 2) ὁ ταχέως μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, μεταβάλλω αἴφνης τὰς σκέψεις μου, Ἡρόδ. 7. 13· ἀγχ. μεταβολή, αἰφνίδιος μεταβολή, Θουκ. 2. 53: ― συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὁ εἰσάγων λέξεις ἢ σκέψεις αἰφνιδίως· τὸ ἀγχ., ταχύτης μεταβάσεως, Toup. Λογγῖν. 27, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ συνθ. σ. 300: ― Ἐπίρρ., -φως, Λογγῖν. 22. 1.
Greek Monotonic
ἀγχίστροφος: -ον (στρέφω),
1. αυτός που στρέφεται πλησίον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, λέγεται για γεράκι, σε Θέογν.
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ξαφνικός, αιφνίδιος, σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ξαφνικά, αιφνιδίως, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
στρέφω
1. turning closely, quick-wheeling, of a hawk, Theogn.
2. quick-changing, sudden, Thuc.; neut. pl. as adv. suddenly, Hdt.