ἀκέντητος
English (LSJ)
ἀκέντητον,
A needing no spur, Pi.O.1.21, AP5.202 (Asclep.), Ael.NA15.24.
2 metaph., unpricked, by love, Chor.Zach.5.
II flawless, of crystals, Plin.HN37.28.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no necesita la aguijada, δέμας ἀ. de un caballo de carreras, Pi.O.1.21, cf. AP 5.203 (Asclep.), Ael.NA 15.24.
2 fig. no espoleado por el amor δέμας Chor.Dial.4.9.
II sin manchas, sin motas de cristales, Plin.HN 37.28, de un cáliz, Fronto Ep.213.17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'est pas ou n'a pas besoin d'être aiguillonné.
Étymologie: ἀ, κεντέω.
German (Pape)
ungestachelt, Pind. Ol. 1.21; Asclepiad. 30 (V.203); Ael. H.A. 15.24, wo früher ἄκεντοι stand.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέντητος: не нуждающийся в стрекале или в шпорах Pind., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέντητος: -ον, = μὴ ἔχων ἀνάγκην κέντρου ἢ μυώπων, Πινδ. Ο. 1. 33.
English (Slater)
ᾰκέντητος not needing the spur δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων sc. the horse Pherenikos (O. 1.21)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέντητος, -ον) κεντητός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει δεχθεί κέντημα, κέντρισμα
2. όποιος δεν είναι στολισμένος με κεντήματα
«ακέντητο μαντήλι»
3. μτφ. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να κεντηθεί, να πειραχτεί
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανάγκη να τον κεντρίσουν (Πίνδ., Ολ. 1, 33)
2. ο άθραυστος (αποδίδεται σε κρύσταλλο).
Greek Monotonic
ἀκέντητος: -ον (κεντέω), αυτός που δεν χρειάζεται βούκεντρο ή σπιρούνι, σε Πίνδ.