ἀνάπαυσις
English (LSJ)
poet. ἄμπαυσις, εως, ἡ,
A repose, rest, Mimn.12.2, Pi.N.7.52, Hp.VM 11, X.Lac.12.6: esp. relaxation, recreation, Pl.Ti.59c, X.Cyr.7.5.47.
2 c. gen. rei, rest from a thing, κακῶν Th.4.20; πολέμου X. Hier.2.11; κακῶν Epicur.Ep.3p.61U.; λειτουργίας PFlor.57.56.
3 Rhet., cadence of a period, Hermog.Id.1.1, al.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, das Ausruhen, die Erholung, Pind. N. 7, 52; κακῶν Thuc. 4, 20; Plat. Tim. 59 c und Folgde; vgl. Plut. Lyc. 22; die Mußezeit, otium, Pol. 5, 75. 104.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
cessation, repos ; πολέμου XÉN repos après une guerre ; κακῶν THC trêve à des maux ; πόνων EUR répit à des souffrances;
NT: lieu de repos.
Étymologie: ἀναπαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπαυσις: поэт. ἄμπαυσις, εως ἡ Pind., Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut., Anth. = ἀνάπαυλα 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπαυσις: ποιητ. ἄμπ-, εως, ἡ, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, Μίμνερμ. 12. 2, - ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ Πινδ. Ν. 7. 76, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ξεν.: ἰδίως, ἀναψυχή, ἄνεσις, ἡσυχία, Πλάτ. Τίμ. 59C, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 47. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀνάπαυσις ἔκ τινος, κακῶν Θουκ. 4. 20· πολέμου Ξεν. Ἱέρ. 2.11.
English (Slater)
ἀνᾰπαυσις rest ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ (N. 7.52)
English (Strong)
from ἀναπαύω; intermission; by implication, recreation: rest.
English (Thayer)
ἀναπαύσεως, ἡ (ἀναπαύω) (from Mimnermus, Pindar down);
1. intermission, cessation, of any motion, business, labor: ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσι λέγοντες (Rec. λέγοντα) equivalent to οὐκ ἀναπαυονται λέγοντες they incessantly say, rest, recreation: Sirach 6:(Schmidt, chapter 25; Lightfoot on Trench, § xli.)
Greek Monotonic
ἀνάπαυσις: ποιητ. -ἄμπ-, -εως, ἡ (ἀναπαύω),
1. ανάπαυλα, ανάπαυση, ησυχία, σε Πίνδ., Ξεν.· ξεκούραση, ανακούφιση, αναζωογόνηση, αναψυχή, σε Ξεν.
2. ξεκούραση από κάτι, με γεν., σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀναπαύω
1. repose, rest, Pind., Xen.: relaxation, recreation, Xen.
2. rest from a thing, c. gen., Thuc.
Chinese
原文音譯:¢n£pausij 安那-袍西阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:向上-停止(著) 相當於: (מָנׄוחַ) (מְנוּחָה / מְנֻחֹות) (שַׁבָּת)
字義溯源:間歇,安息,停止工作,爽快,安寧,止息,安歇;源自(ἀναπαύω)=舒暢);由(ἀνά)*=上)與(παύω)*=止住)組成。比較: (κατάπαυσις)=安歇
出現次數:總共(5);太(2);路(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 安歇(2) 太12:43; 路11:24;
2) 安寧(1) 啓14:11;
3) 止息的(1) 啓4:8;
4) 安息(1) 太11:29