ἀπέρεισις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A leaning upon, pressure, resistance, Pl.Cra.427a; ἀ. πρὸς τὰς χεῖρας Arist.IA705a18, cf. Pr.885b1.
II infliction, τιμωρίας Plu.2.1130d.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 presión, apoyo τῆς γλώττης Pl.Cra.427a, cf. Arist.IA 705a18, Pr.885b1, ἀ. ἐπὶ τοὺς ὤμους Eleazarus en Eus.PE 8.9.21
fig. ἐπὶ θηρία ... τὴν ἀ. πεποίηνται Eleazarus en Eus.PE 8.9.10.
2 inflicción τιμωρίας Plu.2.1130d.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, das Aufstützen, Feststämmen, Plat. Crat. 427 a u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρεισις: εως ἡ
1 давление, нажим, упор, Plat., Arst.;
2 присуждение, наложение (τιμωρίας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἀπερείδεσθαι ἐπί τινος, στηρίζεσθαι, πίεσις, ἀντίστασις, Πλάτ. Κρατ. 427Α· ἀντ. πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 3, Προβλ. 5. 40, 6. ΙΙ. ἐπιβολή, τιμωρίας Πλούτ. 2. 1130D.

Greek Monolingual

ἀπέρεισις, η (Α) απερείδω
1. στήριξη, αντίσταση, ανθεκτικότητα
2. επιβολή (ἀπέρεισις τιμωρίας).