ἀποσπένδω
English (LSJ)
pour out wine, as a drink offering, at sacrifices, εὔχετ' ἀποσπένδων Od.3.394; ὤμοσ' ἀποσπένδων 14.331; ἀ. μέθυ E.Ion1198, cf. Antipho 1.20; τινί Pl.Phd.117b:—Pass., AP5.54 (Diosc.).
Spanish (DGE)
escanciar, libar vino en los sacrificios εὔχετ' ἀποσπένδων Od.3.394, ὤμοσ' ... ἀποσπένδων Od.14.331, ὡς δ' ἀπέσπεισαν μέθυ E.Io 1198, ἐς τρὶς ἀποσπένδω Theoc.2.43, τοῦ οἴνου πρὶν ἢ πιεῖν ἀποσπένδοντες Plu.2.655e, τοῖς θεοῖς Eratosth. en Ath.482b, ἐπειδὴ ἀπέσπεισαν Antipho 1.20
•gener. escanciar de la cicuta πρὸς τὸ ἀποσπεῖσαί τινι Pl.Phd.117b
•fig. en v. pas. derramarse del semen μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος AP 5.55 (Diosc.).
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπέσπεισα;
faire une libation de, acc. : τινί en l'honneur de qqn.
Étymologie: ἀπό, σπένδω.
German (Pape)
1 abspenden, als Opfer ausgießen, Hom. Od. 3.394, 14.381, 19.288; Plat. Phaed. 117b und Folgde; ἀπεσπείσθη Diosc. (V.55).
2 mit dem Trankopfer fertig sein, Antipho. 1.20.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσπένδω: (aor. ἀπέσπεισα) совершать возлияние, возливать (Hom.; τι Eur. и τινός Plut.; τινί Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπένδω: μέλλ. -σπείσω, ἐκχέω οἶνον ὡς σπονδὴν, Λατ. bibare, κατὰ τὰς θυσίας, εὔχετ᾿ ἀποσπένδων Ὀδ. Ξ. 331 · ὤμοσ᾿ ἀποσπένδων Γ. 394· ἀπ. μέθυ Εὐρ. Ἴων. 1198· ὡσαύτως ἐν Ἀντιφῶντι 113. 29· τινὶ Πλάτ. Φαίδων 117Β.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἀποσπένδω (Α)
σπένδω, χύνω κρασί κάνοντας σπονδή στους θεούς.
Greek Monotonic
ἀποσπένδω: μέλ. -σπείσω, εκχέω, χύνω κρασί ως σπονδή, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.