ἀσμάραγος
English (LSJ)
[μᾰ], ον, noiseless, Opp.H.3.428.
Spanish (DGE)
(ἀσμάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [-μᾰ-]
silencioso ἀνδράσι τ' ἀφθόγγοισι καὶ ἀσμαράγοις ἐλάτῃσι Opp.H.3.428.
German (Pape)
[Seite 372] ohne Lärm, Opp. H. 3, 428.
Greek Monolingual
ἀσμάραγος, -ον (Α)
ο αθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.].
Translations
noiseless
Bulgarian: безшумен, беззвучен; Finnish: meluton; French: silencieux; German: geräuschlos; Greek: αθόρυβος; Ancient Greek: ἄβρομος, ἀδούπητος, ἄθροος, ἄθρους, ἄκλυτος, ἄκτυπος, ἄνηχος, ἀσμάραγος, αὐίαχος, αὐΐαχος, ἀψόφητος, ἄψοφος, κωφός; Hungarian: zajtalan, nesztelen, hangtalan; Latin: tacitus, impercussus; Norwegian Bokmål: lydløs; Ottoman Turkish: گورلدیسز; Polish: bezgłośny, bezszumny, bezszumowy; Romanian: silențios, nezgomotos; Russian: бесшумный; Turkish: gürültüsüz