ἀτονία

English (LSJ)

ἡ, slackness, enervation, debility, Hp.Aër.20; laziness, Epicur.Nat.54 G.; ψυχῆς Plu.2.535d; ἀσθένεια καὶ ἀ. Luc.Nigr.36; ἰνῶν ἀ. καὶ τρόμος Phld.Acad.Ind.p.76M.; as Stoic term, lack of τόνος (q.v.), Chrysipp.Stoic.3.120,123, Arr.Epict. 2.15.4, etc.; in oratory, lack of vigour in delivery, Hermog.Inv.4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Aër.20
1 en sent. fís. flojedad, falta de vigor, debilidad οὐ γὰρ δύνανται τοῖς τόξοις ξυντείνειν ... ὑπὸ ὑγρότητος καὶ ἀτονίης Hp.l.c., ἰν(ῶ)ν (ἀ)τονίαν Phld.Acad.Ind.76, ὑπὸ γὰρ ἀσθενείας καὶ ἀτονίας οὐδὲ ἀφικνεῖται τὰ βέλη αὐτοῖς πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36, στομάχου Dsc.1.22, cf. Hsch.
op. εὐτονία falta de tensión entre los estoicos ref. tanto al cuerpo como al alma (cf. 2) καθάπερ γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος θεωρεῖται ἰσχύς τε καὶ ἀσθένεια, εὐτονία καὶ ἀ. Chrysipp.Stoic.3.120, cf. 121
impotencia sexual ἐπεὶ οὐκ εὖ διέκειτο πρὸς τὰ ἀφροδισία ... δι' ἀτονίαν Eust.1680.4
falta de resistencia καὶ οὐκ ἀντέχει τῶν ξύλων ἡ ἀ. πρὸς τὴν τοῦ βάρος προσβολὴν ὑποκλάζουσα Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.11
poca fuerza (τοῦ ὕδατος) cuando lleva poco caudal, Gr.Nyss.Virg.280.15.
2 en sent. moral debilidad, falta de firmeza οὐ μαχόμεθα τοῖς ἔθισμα καὶ οὐ τὴν ἀτονίαν ἔχουσιν Epicur.Fr.[34.23] 7, ἀ. ψυχῆς Plu.2.535d, cf. Chrysipp.ll.cc. (cf. 1), del que cae en la herejía ὑπὸ ἀτονίας καὶ μικροψυχίας Gr.Nyss.Eun.3.6.40, op. τόνοςenervamiento’, Arr.Epict.2.15.4
falta de fuerza en ret. torpeza de un orador, Hermog.Inu.4.3, ἀ. τῆς ἑρμηνευτικῆς δυνάμεως Gr.Nyss.Apoll.147.17, de un razonamiento διὰ τὴν ἀσθένειαν καὶ ἀτονίαν τοῦ λογισμοῦ Nil.M.79.161B.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Abspannung, Mattigkeit, Plut. de vit. pud. 18; = ἀσθένεια Luc. Nigr. 36.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
relâchement, affaiblissement, langueur.
Étymologie: ἄτονος.

Russian (Dvoretsky)

ἀτονία:расслабленность, вялость Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτονία: ἡ, ἔκλυσις, χαλάρωσις τῶν δυνάμεων, ἀδυναμία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλούτ. 2. 535D.

Greek Monolingual

η (AM ἀτονία) άτονος
καταβολή των δυνάμεων σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις
νεοελλ.
1. χαλάρωση, εξασθένηση
2. έλλειψη ή ελάττωση του τόνου ενός ιστού και συχνότερα της συστολικής δύναμης ενός μυώδους οργάνου («ατονία της μήτρας»).

Translations

laziness

Arabic: كَسَل; Egyptian Arabic: كسل; Armenian: ծուլություն; Aromanian: leani; Assamese: এলাহ; Bashkir: ялҡаулыҡ; Belarusian: лянота, гультайства; Bikol Central: kahugakan; Bulgarian: мързел, безделие; Catalan: peresa, mandra, accídia; Cebuano: tapol, katapol; Chichewa: ulesi; Chinese Mandarin: 惰性, 懒惰; Chukchi: ӄытԓиӄыԓ; Czech: lenost; Danish: dovenskab; Dutch: luiheid; Estonian: laiskus; Ewe: kuviawɔwɔ; Faroese: leti; Finnish: laiskuus; French: paresse, flemme; Galician: galloufa, nugalla, taina, cuxota, mandría, apaxo, doquería, larchaneiría, lacazaneiría; German: Faulheit, Trägheit; Greek: τεμπελιά; Ancient Greek: ἀκηδία, ἀκηδίη, ἀκήδεια, ἀμεριμνία, ἀπονία, ἀργία, ἀτονία, ἀφιλεργία, βλακεία, ἐπισυρμός, νώθεια, νωχελία, νωχελίη, ὀκνηρία, ὀλιγοπονία, ῥᾳδιουργία, ῥαθυμία, ῥᾳθυμία, ῥᾳθυμίη, σχολαιότης, χαλιφροσύνη; Gujarati: આળસ or; Haitian Creole: parès; Hebrew: עצלות; Hungarian: lustaság; Icelandic: leti; Ilocano: sadut; Indonesian: kemalasan; Irish: drogall; Italian: pigrizia; Japanese: 無精; Khmer: ការខ្ជិល; Korean: 게으름; Latin: pigritia; Macedonian: мрза; Maori: māngeretanga; Navajo: iłhóyééʼ; Northern Mansi: сав; Old English: slǣwþ; Pangasinan: ngiras; Polish: lenistwo; Portuguese: preguiça; Quechua: qilla; Romanian: lene; Russian: лень; Scottish Gaelic: leisg; Slovak: lenivosť; Spanish: pereza, desidia, fiaca, flojera, desgana; Swahili: uzembe; Swedish: lättja, lathet; Tagalog: katamaran, kamaymayan; Telugu: సోమరితనము; Thai: ความขี้เกียจ; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: tembellik; Ukrainian: лінощі, лінь; Umbundu: epepe; Vietnamese: sự lười biếng; Welsh: diogi