ἀψήφιστος

English (LSJ)

ἀψήφιστον,
A not having voted, Ar.V.752.
II not voted for, unwelcome, πενία ἀψήφιστος οὐσία Secund.Sent.10.

Spanish (DGE)

-ον
I que no ha votado τίς ἀψήφιστος; Ar.V.752.
II 1que no se valora subst. τὸ ἀψήφιστον = lo que no se valora, modestia αὕτη ἡ σπουδὴ ἔχει τὸ ἀψήφιστον, τὸ μὴ μετρεῖν ἑαυτόν Bars.Resp.M.86.900D, ὁ κατέχων τὸ ἀψήφιστον ἐν γνώσει Apoph.Patr.M.65.373B.
2 incalculable (πενία) ἀψήφιστον κέρδος (la pobreza es) beneficio que no puede calcularse en dinero Secund.Sent.17.

German (Pape)

[Seite 421] der nicht gestimmt hat, Ar. Vesp. 752.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a pas voté.
Étymologie: , ψηφίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀψήφιστος: (еще) не голосовавший rph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψήφιστος: -ον, ὁ μὴ ψηφίσας, ἵν’ ὁ κήρυξ φησι, τίς ἀψήφιστος; ἀνιστάσθω Ἀριστοφ. Σφ. 752

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀψήφιστος, -ον) ψηφίζω
νεοελλ.
Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής
2. ταπεινός, άσημος
3. περιφρονημένος
4. απρεπής, ανάρμοστος
5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί
II. επίρρ. αψήφιστα
1. με αδιαφορία και περιφρόνηση
2. ασυλλόγιστα
αρχ.
εκείνος που δεν έχει ψηφίσει.

Greek Monotonic

ἀψήφιστος: -ον (ψηφίζομαι), αυτός που δεν έχει ψηφιστεί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[ψηφίζομαι]
not having voted, Ar.