ἐγκρύπτω

English (LSJ)

A hide in or conceal in, δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Od.5.488, cf. Sotad.Com.1.29; [ᾠὰ] ἐν δέρματι λαγωοῦ Arist.HA 619b15; τι εἴς τι Ev.Matt.13.33, Apollod.1.5.1 (Pass.), etc.
2 πῦρ ἐγκρύπτω bank it up, Ar.Av.841.
3 Med., hide oneself, μελάθροις Nonn. D. 32.285.

Spanish (DGE)

I tr.
1 esconder, ocultar, meter c. ac. de concr. δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Od.5.488, σίδην ἐς σποδὸν ἐγκρύψασα Hp.Nat.Mul.15, cf. 69, Sotad.Com.1.29, Thphr.Ign.23, ἐν δέρματι λαγωοῦ ἢ ἀλώπεκος ἐγκρύψαν los huevos para que se incuben, Arist.HA 619b15, (βρέφος) εἰς τὸν ἑαυτοῦ μηρὸν ἐγκρύψαι Zeus a Dioniso, D.S.3.64, ὁ ἐγκρύπτων εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ χεῖρας ἀδίκως LXX Pr.19.24, (ζύμην) ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία Eu.Matt.13.33, τὴν τιμὴν ... τοῖς σακκίοις I.AI 2.124, ἑαυτὸν ἐγκρύψας Hld.2.20.3, en v. pas. τὸ βρέφος ... εἰς πῦρ ἐγκεκρυμμένον Apollod.1.5.1
c. ac. de abstr. τὸν λόγον ἐγκρύπτων ὡς πάθος αἰσχρότατον AP 10.98 (Pall.), en v. pas. φθόνος ... ἐγκρυπτόμενος odio que se oculta D.S.10.26, τὴν γοητείαν τὴν ἐγκεκρυμμένην αὐτοῖς de los misterios, Clem.Al.Prot.2.12, ὁ ἐγκεκρυμμένος θησαυρός del sentido de las Sagradas Escrituras, Chrys.M.53.106
fig. πῦρ ἀμαρύσσων ἐγκρύψαι μεμαώς deseando ocultar el fuego de su mirada, h.Merc.416
meter en una fosa, enterrar para dar baños de arena αὐτοὺς ... εἰς τὸν παρακείμενον βόθρον Herod.Med. en Orib.10.8.7, c. predic. del compl. dir. κατακειμένους μὲν ἐγκρύψομεν τούς τε ἀσθματικούς Herod.Med. en Orib.10.8.9.
2 guardar entre ceniza τὸ πῦρ ἔγκρυπτ' Ar.Au.841, en v. pas. τῷ ἐγκρυπτομένῳ ... πυρί Arist.Iuu.470a16, cf. Thphr.Ign.19
de donde cocer, asar alimentos ἐν βολβίτοις κόπρου ἀνθρωπίνης ἐγκρύψεις αὐτά LXX Ez.4.12, τὰς βαλάνους ... κατὰ τὴν θερμὴν σποδιὰν ἐγκρύβοντες Gal.6.620.
II intr. en v. med. ocultarse, esconderse Κίμων ... εἰς θάμνον Aeschin.Ep.10.4, Νύμφαι ... μελάθροις Nonn.D.32.285.

German (Pape)

[Seite 710] verstecken, verbergen in Etwas, δαλὸν σποδιῇ Od. 5, 488; ἐν δέρματι ἐγκρύψαι τι Arist. H. A. 9, 33; Ap. Rh. 1, 170; πῦρ ἔγκρυπτ' ἀεί Ar. Av. 841, halte es immer darin verborgen; ὥσπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν Sotad. Ath. VII, 293 (v. 29). – Med., sich verbergen, θαλάσσῃ, im Meere, Nonn. D. 2, 74.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκρύψω, ao. ἐνέκρυψα;
pf. Pass. ἐγκέκρυμμαι;
cacher dans : τί τινι cacher une chose dans une autre.
Étymologie: ἐν, κρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκρύπτω: прятать, скрывать (τί τινι Hom.; τι ἔν τινι Arst.): πῦρ ἐ. Arph., Arst. сохранять огонь (под пеплом).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρύπτω: μέλλ. -ψω, ἀόρ. α΄ ἐνέκρυψα, ἀορ. β΄ μετοχ. θηλ. ἐγκρῠβοῦσα Ἀπολλόδ. 3. 13, 6: ― κρύπτω, κρύπτω ἐντός, δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Ὀδ. Ε. 488· τὸ ᾠὸν ἐν δέρματι λαγωοῦ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 33· τι εἴς τι Ἀπολλόδ. 1. 5, 1, κτλ. 2) πῦρ ἐγκρ., φυλάττειν κεκρυμμένον, «παραχωμένον», Ἀριστοφ. Ὄρν. 841.

English (Autenrieth)

aor. ἐνέκρυψε: hide in, bury in, δᾶλὸν σποδιῇ Od. 5.488†.

English (Strong)

from ἐν and κρύπτω; to conceal in, i.e. incorporate with: hid in.

Greek Monolingual

ἐγκρύπτω και ἐγκρύβω (Α)
1. κρύβω μέσα
2. κρατώ κάτι κρυμμένο.

Greek Monotonic

ἐγκρύπτω: μέλ. -ψω, αόρ. αʹ -έκρυψα·
1. κρύβω, καταχωνιάζω μέσα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
2. φυλάω κρυμμένο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω aor1 -έκρυψα
1. to hide or conceal in a place, c. dat., Od.
2. to keep concealed, Ar.

Chinese

原文音譯:™gkrÚptw 恩格-克呂普拖
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-隱藏 相當於: (טָמַן‎) (צָפַן‎ / צָקוּן‎) (שׁוּב‎)
字義溯源:隱藏在內,藏;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(κρύπτω)*=隱藏)組成
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 藏(2) 太13:33; 路13:21