ἐντομή

English (LSJ)

ἡ,
A slit, groove, Hp.Art.33,47; in insects, notch, incision, Arist.HA487a33(pl.), 523b14(pl.); ἐντομαὶ κτενός Luc.Am.44.
2 hewing of masonry, λίθοι ἐντομῇ (v.l. ἐντομῇ) ἐγγώνιοι Th.1.93.
3 narrow gorge, cleft, D.S.1.32.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 corte, incisión, muesca en una pieza de madera ξύλον ..., ἐντομὴν παραμηκέα ἔχον, κατορύξαι Hp.Art.47, cf. 33, en plantas para extraer la resina o la savia, Thphr.HP 9.1.6, cf. 9.4.4
entalladura, muesca en las patas de una cama, Clem.Al.Paed.2.9.78
tajo o quebrada como paso o desfiladero στενὴ ἐ. D.S.1.32, cf. Plu.Arat.18
bot. hendidura en hojas o flores φύλλον δὲ ἐντομὰς ἔχον Thphr.HP 4.3.1, cf. 6.2.5, ἄνθη λευκά, ... ἐντομὰς πολλὰς ἔχοντα Dsc.3.108
medic. grieta, llaga βαθεῖαι Aret.SD 2.13.16.
2 arq. corte, talla de una piedra λίθοι ... ἐντομῇ ἐγγώνιοι piedras cortadas a escuadra Th.1.93, cf. Procop.Aed.1.2.2.
3 fosa, sepultura ὁ δῆμος ... τὴν ἐντο[μ] ὴν [κα] θιέρωσεν TAM 5.1098.2 (Tiatira I a.C.?).
4 sección, segmento delimitado por un corte o hendidura καλῶ δ' ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομάς de los insectos, Arist.HA 487a33, cf. 523b14, Clem.Al.Strom.7.6.32
púa, diente en un peine, Luc.Am.44.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, das Einschneiden, der Einschnitt, Arist. H. A. 4, 1 Theophr. u. A.; Kluft, Spalt, τόπος κρημνοῖς συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομήν D. Sic. 1, 32; a. Sp.; vgl. Plut. Arst. 18.

Russian (Dvoretsky)

ἐντομή:
1 надрез, зазубрина: πριστοῦ κτενὸς ἐντομαί Luc. зубья гребня;
2 насечка, перетяжка (τὰ ἔντομα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομάς Arst.);
3 расселина, ущелье (στενή Diod.; πλαγία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντομή: ἡ, ἐγχάραξις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· βαθὺ χάραγμα τῶν ἐντόμων, ἔνθα φαίνονται ὡς ἐντετμημένα, ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομὰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 16., 4. 1, 5 (πρβλ. ἔντομος ΙΙ)· ἐντομαὶ κτενὸς Λουκ. Ἔρωτ. 44. 2) στενὴ δίοδος, χαράδρα, περὶ τῶν καταρρακτῶν τοῦ Νείλου, τόπος γάρ ἐστι... συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32. ΙΙ. θυσία (ἴδε ἔντομος Ι), ἀμφ. παρὰ Πλουτ. 2. 857Β.

Greek Monolingual

η (Α ἐντομή)
εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα
2. κάθε τομή του φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση του φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής εντομή»)
αρχ.
1. στενή δίοδος, χαράδρα
2. (για λιθοδομία) λάξευση
3. το κενό που δημιουργείται από την εντομή.

Lexicon Thucydideum

sectio, cutting, dividing, 1.93.5, [vulgo commonly ἐν τομῇ]