ἐπιπόρπημα

English (LSJ)

Dor. ἐπιπόρπαμα, ατος, τό, garment buckled over the shoulders, cloak, mantle, part of the dress of a musician, Pl.Com.10, App.Pun. 109.

German (Pape)

[Seite 972] τό, = ἐπιπόρπαμα, App. Pun. 8, 109.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement agrafé sur l'épaule.
Étymologie: ἐπί, πόρπη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόρπημα: дор. ἐπιπόρπωμα, ατος τό платье, плащ (застегивавшиеся на плече пряжкой) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ ἐμπερόνημα, πᾶν ἔνδυμα κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς Πλάτων ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς.

Greek Monolingual

ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) επιπορπούμαι
1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού
2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού
3. στολίδι της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.

Greek Monotonic

ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, κάθε ένδυμα που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, μανδύας, κάπα, πανωφόρι, πέπλος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

any garment buckled over the shoulders, a mantle, Plut.