ἐπισυντρέχω
English (LSJ)
run together to a place, Ev.Marc.9.25.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
accourir ensemble vers ; s'attrouper.
Étymologie: ἐπί, συντρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυντρέχω: сбегаться, собираться (ὄχλος ἐπισυντρέχει NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυντρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρός τινα τόπον, ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὁ ὄχλος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θʹ, 25.
English (Strong)
from ἐπί and συντρέχω; to hasten together upon one place (or a particular occasion): come running together.
English (Thayer)
to run together besides (i. e. to others already gathered): Mark 9:25. Not used by secular writers.
Greek Monolingual
ἐπισυντρέχω (Α)
1. τρέχω μαζί με άλλους σ’ έναν τόπο («ἰδών δέ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος», ΚΔ)
2. καταφεύγω σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἐπισυντρέχω: τρέχω μαζί με κάποιον σε ένα μέρος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:™pisuntršcw 誒披-尋-特雷何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-共同-賽跑
字義溯源:一同跑上來,一同衝上來,跑上來;由(ἐπί)*=在⋯上)與(συντρέχω)=同奔)組成;而 (συντρέχω)又由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τρέχω)*=跑) 組成
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 都跑上來(1) 可9:25