ἰδιότροπος
English (LSJ)
ἰδιότροπον, peculiar, distinctive, ἑνότης, ἡδονή, Epicur. Ep.1p.13U., Fr.186; φύσις, νόσοι, D.S.3.35, 5.10; of a peculiar species, ὁ νυκτικόραξ Str.17.2.4. Adv. ἰδιοτρόπως = in a particular way, D.S.3.19, Dam.Pr.40: Comp., Marcellin.Puls.506.
German (Pape)
[Seite 1237] von eigenthümlicher Art u. Weise, Strab. XVII, 823, von besonderer. Größe; κέρατα φύσεως ἰδιοτρόπου κοινωνοῦντα D. Sic. 3, 34; ἡδονή Plut. Non posse 16. – Adv. ἰδιοτρόπως, z. B. τὸν βίον ἔχειν D. Sic. 3, 18.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιότροπος: (ῐδ) особенный, своеобразный (ἡδονή Plut.; φύσις, νόσος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιότροπος: -ον, ἰδιαιτέρου τρόπου, οὐχὶ συνήθης, ἰδιότροπος, φύσις, νόσοι Διόδ. 3. 35., 5. 10· ἰδιαιτέρου εἴδους, ὁ νυκτικόραξ Στράβ. 823. - Ἐπίρρ. -πως, Διόδ. 3. 19.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιότροπος, -ον)
1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.)
2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα»)
νεοελλ.
δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.
επίρρ...
ιδιοτρόπως και ιδιότροπα
με ιδιόρρυθμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. επί-τροπος, κακό-τροπος. Η λ. με σημ. «ιδιόρρυθμος, ασυνήθιστος» κατέληξε στη Νέα Ελληνική να χρησιμοποιείται και ως κακόσημη, προφανώς διότι αυτός που διαφέρει από τους άλλους παρουσιάζει στοιχεία αντικοινωνικότητας και επομένως αρνητικά].