ἰώδης

English (LSJ)

[ῑ], ἰώδες, (ἰός)
A like verdigris, green, Hp.Prog.11, Dsc.5.79, Gal. 10.871; of bile, Id.18(1).107; κακόνοια.. τουτὶ τὸ ἰῶδες.. ἀφίησιν Plu.2.565c.
2 rust-coloured, ferruginous, Thphr. De Lapidibus 37, Call. Hist.4, Dsc.5.152.
3 poisonous, ὕδωρ Ath.2.42a, cf. Gal.11.327; ὀδόντες, of serpents, Philostr.Jun.Im.5: metaph., of persons, virulent, Ptol.Tetr.158.
II (ὄδωδα) acrid, ὀξύτητες Hp.VM19; ἄσθμα Philum.Ven.36.3, etc.

German (Pape)

1 [Seite 1277] ἰώδες, dem Veilchen (ἴον) ähnlich, veilchenfarbig, Diosc.
2 giftartig (ἰός), ὕδωρ Ath. II, 42 a.
b) rostartig, Hippocr. u. a. Medic.; Plut. sagt vom Neide τουτὶ τὸ ἰῶδες καὶ ὕπουλον ὥσπερ αἱ σηπίαι τὸ μέλαν ἀφίησι, de S. N. V. p. 270.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
âcre ; vénéneux, venimeux.
Étymologie: ἰός, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἰώδης: (ῑ) (ἰός III) подобный ржавчине (sc. φθόνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰώδης: -ες, (ἴον, εἶδος) ἔχων χρῶμα ἴου, Ἱππ. Προγν. 40.

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ἰῶδης, -ες) ίον
1. αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιόχρους, μενεξεδής
2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες
α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων
β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).
(II)
-ες (Α ἰώδης, -ες) [ιός IV]
1. σκουριασμένος
2. δηλητηριώδης
3. (μτφ., για πρόσ.) φαρμακερός, κακεντρεχής
αρχ.
πικρός, στυφός, δριμύς.