ὀκρίβας

English (LSJ)

[ῐ], αντος, ὁ, (ὄκρις, βαίνω)
A platform or tribune in the Odeum at Athens, on which the actors appeared at the Proagon, Pl.Smp. 194b; but expld. as τὸ λογεῖον ἐφ' οὗ οἱ τραγῳδοὶ ἠγωνίζοντο, Hsch.
2 = κόθορνος, Philostr.VA6.11, VS1.9.1: in plural, Id.VA5.9, Them.Or. 26.316d, Luc.Ner.9.
II generally, like κιλλίβας,
1 painter's easel, Poll.7.129.
2 raised seat of the chariot-driver, Hsch., Phot., Suid.
3 dub. sens., ὑπερθέντων ὀκρ[ίβαντα] IG12(8).261 (Thasos).
III ass or wild goat, Anon. ap. Hsch.

German (Pape)

[Seite 316] αντος, ὁ, 1) Gerüst auf der Schaubühne, bes. in der Tragödie, von wo herab die Schauspieler sprachen, ἀναβαίνοντος ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα μετὰ τῶν ὑποκριτῶν, Plat. Conv. 194 b; Luc. Ner. 9; entweder = λογεῖον, wie Schol. Plat. a. a. O. u. Phot., nach Tim. lex. πῆγμα τὸ ἐν θεάτρῳ τιθέμενον, ἐφ' οὗ ἵστανται οἱ τὰ δημόσια λέγοντες, oder die Stelle der θυμέλη in den alten Theatern vertretend, oder nach Hesych. κιλλίβας τρισκελής, ἐφ' οὗ ἵσταντο οἱ ὑποκριταὶ καὶ τὰ ἐκ μετεώρου ἔλεγον; derselbe erklärt es auch noch durch ἐμβάται, wie Phot. durch ἐμβάδες; u. so braucht es Philostr. V. Apoll. 5, 9, έφεστῶτα ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς, vom tragischen Kothurn, nach V. Sophist. 1, 9 u. Themist. or. 26 p. 316 d Erfindung des Aeschylus. – 2) die Staffelei des Malers, Poll. 7, 129. 10, 163. – 3) der erhöhte Sitz des Kutschers, Kutschbock, Suid., u. übh., wie κιλλίβας, ein Gerüst, hinaufzusteigen oder Etwas darauf zu stellen, Bock. – Nach Hesych. auch = κίλλος, Esel, wilder Bock.

French (Bailly abrégé)

βαντος (ὁ) :
estrade d'où déclamaient les acteurs de tragédie.
Étymologie: ὄκρις, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀκρίβας: αντος (ῐ) ὁ театральные подмостки, сцена Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκρίβας: [ῐ], -αντος, ὁ, (ὄκρις, βαίνω) εἶδος βήματος ἐπὶ τῆς τραγικῆς σκηνῆς, ὁπόθεν οἱ ὑποκριταὶ ἀπήγγελον τὰ ἑαυτῶν μέρη, ὡς τὸ λογεῖον, Λατ. pulpitum, Πλάτ. Συμπ. 194Β· νομίζουσί τινες ὅτι τοῦτο ἦτο ἐν τῷ ἀρχαιοτάτῳ ξυλίνῳ θεάτρῳ ὅ,τι μετὰ ταῦταθυμέλη, καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἀναφέρουσιν εἰς τὸν Αἰσχύλον, Φιλόστρ. 245, 492, Θεμίστ. 316D· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὁρατ. Α. Ρ. 297· - ἐν τῷ πληθ., Φιλόστρ. 195, Λουκ. Νέρων 9. ΙΙ. καθόλου, ὡς τὸ κιλλίβας, 1) τῶν ζωγράφων τὸ τρισκελὲς στήριγμα τῶν εἰκόνων, Πολυδ. Ζ΄, 129. 2) τὸ ἑδώλιον ἤτοι κάθισμα τοῦ ἁρματηλάτου ἢ ἡνιόχου, Φώτ., Σουΐδ., (ἔνθ’ ἀντὶ σχῆμα ἡνιόχου ἀναγνωστέον ὄχημα, ὡς ἔχει καὶ ὁ Ἡσύχιος ἐν λ., ἴδε Bachm. Ἀνέκδ. σ. 315). ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀκρίβας· οἱ μὲν ὄνον φασίν, οἱ δὲ ἄγριον κριὸν» κτλ.

Greek Monotonic

ὀκρίβας: [ῐ], -αντος, ὁ (ὄκρις, βαίνω), είδος εξέδρας στη σκηνή του θεάτρου, από την οποία οι υποκριτές απήγγελαν τα μέρη τους, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὀκρί-˘βας, αντος, ὄκρις, βαίνω
a kind of tribune on the stage, from which the actors declaimed, Plat.